- τσυλίκι
- το, Νβλ. τσελίκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσελίκι — (I) και ξυλίκι, το, και τσίλικα, η, Ν παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία πρέπει το παιδί να χτυπήσει και να σηκώσει ψηλά ένα μικρό επίμηκες πελεκητό ξύλο τοποθετημένο σε κοίλωμα τού εδάφους ή σε πέτρα έτσι ώστε να… … Dictionary of Greek